- κηδεμονεύς
- κηδεμονεύς, ὁ (Α)κηδεμόνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος σε -εύς τ. τού κηδεμών για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηδεμονῆα — κηδεμονεύς masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονῆας — κηδεμονεύς masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονῆες — κηδεμονεύς masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονῆος — κηδεμονεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονήων — κηδεμονεύς masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)